Ο Ματέο Γκαρόνε μελέτησε την υπόθεση επί δώδεκα χρόνια, και όπως όλοι όσοι την γνωρίζουν, διάβασαν για αυτή και τη θυμούνται, ένιωθε να τον τραβάει σαν μαγνήτης. Η ταινία του είναι καρπός αυτής της μελέτης αν και το αποτέλεσμα δεν είναι μια αναπαράσταση ούτε έχει κάτι από ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τη δράση του δολοφόνου όπως την αφηγηθήκαν τα δελτία, οι εφημερίδες και τα ρεπορτάζ της εποχής και όχι μόνο. Η τέχνη του Γκαρόνε εστιάζει στις αποχρώσεις, ενδιαφέρεται για τα αίτια της εκδίκησης και παρουσιάζει τον φόνο όχι σαν αναπόφευκτη ή αναγκαία κάθαρση αλλά σαν προσπάθεια εξιλέωσης καταδικασμένη στην αποτυχία. Ως συνήθως στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του σκηνοθέτη βρίσκονται τα σώματα και τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Ο δολοφόνος εδώ λέγεται Μαρτσέλο, το πρόσωπό του είναι το ευγενικό και «αρχαϊκό» (καθώς λέει ο ίδιος ο σκηνοθέτης) πρόσωπο του Μαρτσέλο Φόντε. Μικροκαμωμένος και ξερακιανός, ο Μαρτσέλο είναι ανθρωπολογικά ακίνδυνος, και μπροστά στο εκτόπισμα του Σιμόνε (δηλαδή του θύματος) δείχνει ακόμα πιο μικρός και αδύναμος, σαν κατσαρίδα που την πατάει ένα παπούτσι. Ο Γκαρόνε επιμένει πάνω σε αυτή την σωματική παραφωνία και για αυτό μας δείχνει τους δυο ηθοποιούς σχεδόν πάντα μαζί ή από την ίδια απόσταση, προκειμένου να υπογραμμίζει πόσο διαφορετικά καταλαμβάνουν τον χώρο, τον κατοικούν και σχετίζονται με αυτό. Ποτέ ο Μαρτσέλο δεν δείχνει να απειλεί το Σιμόνε: διαψεύδουν μια τέτοια πιθανότητα οι νόμοι της εξέλιξης, της ύπαρξης και της ανθρώπινης ιστορίας. Άλλωστε ο Μαρτσέλο είναι ευαίσθητος και φιλήσυχος, πολύ διαφορετικός από τον πραγματικό κομμωτή σκύλων. Ο Μαρτσέλο αγαπάει τα ζώα, βουβοί μάρτυρες της ανθρώπινης κτηνωδίας και ταυτόχρονα σύμβολο του ακαταμάχητου των ενστίκτων, αγαπάει την κόρη του και τη δουλειά του. Όμως δεν αγαπάει τον εαυτό του. Πράγματι, η ταινία δεν περιγράφει απλά μια πράξη εκδίκησης, αλλά τη σχέση με την υποκειμενικότητα, το πώς είμαστε και δεν θα θέλαμε να ήμασταν. Ο Μαρτσέλο είναι το κομμάτι του εαυτού μας που βγαίνει στην επιφάνεια όταν δεν λέμε «όχι», όταν συνειδητά προτιμούμε να μην κάνουμε το σωστό και δεν είμαστε ικανοί να διεκδικούμε τον σεβασμό των άλλων για τον τρόπο που δρούμε, που σκεφτόμαστε και που ζούμε. Σε τελευταία ανάλυση ο θυμός του Μαρτσέλο ξεπηδάει από την επίγνωση του εαυτού του και όχι από τις ταπεινώσεις του Σιμόνε. Σημείο εκκίνησης της βίας δεν είναι (μόνο) η απώλεια του σεβασμού εκ μέρους των φίλων, της γυναίκας καθώς και της κορούλας του. Γιατί η βία δημιουργείται από την απουσία αυτοσεβασμού. Κατά συνέπεια ο Μαρτσέλο μεταμορφώνεται στην απειλή που με βάση τη φύση και τη σωματική διάπλαση δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ. Η κτηνωδία του Μαρτσέλο όμως εκδηλώνεται σαν ξέσπασμα απόλυτης, τυφλής και απελπισμένης βίας ακριβώς γιατί είναι περιορισμένη ως προς τη διάρκειά της. Αφού εξαντληθεί, μονάχα μένει η οδυνηρή αίσθηση της ήττας. Στον επίλογο της ιστορίας όμως δεν υπάρχει ίχνος ηθικής ούτε ηθικοπλαστικής διάθεσης. Όταν σε μια από τις τελευταίες σκηνές της ταινίας, όπου πάλι τον λόγο έχουν τα σώματα, ο Μαρτσέλο κουβαλάει στους ώμους του το βαρύ πτώμα του Σιμόνε με την ελπίδα κάποιος επιτέλους να τον δει, δεν υπάρχει κανένας να τον προσέχει, κανένας να καταλαβαίνει ότι η εκδίκησή του δεν έχει τίποτα το αναγκαίο και λυτρωτικό, και ότι το τρόπαιό του δεν είναι παρά ένα ανυπόφορο βάρος που τον θλίβει, τον πνίγει και τον καταπιέζει. Σαν κατσαρίδα κάτω από το παπούτσι.
https://www.cineforum.it/recensione/Dogman