Παραγωγή: Fandango, Rai Cinema, 2008 – 105’

Σκηνοθεσία: Αντονέλο Γκριμάλντι

Σενάριο: Σάντρο Βερονέζι

Ηθοποιοί: Νάνι Μορέτι, Βαλέρια Γκολίνο, Αλεσάντρο Γκάζμαν

Μουσική: Πάολο Μπονβίνο, Ιβάνο Φοσάτι

Με Ελληνικούς υπότιτλους

Ήρεμο χάος είναι οξύμωρο αν υποθέσουμε ότι το χάος παραπέμπει σε κάτι ασχημάτιστο, σε αναζήτηση ταυτότητας, σε κάτι μπερδεμένο και «χαοτικό», που ακυρώνει τις ηθικές αναστολές, και υποδηλώνει έλλειψη ενσυναίσθησης και πνεύματος αλληλεγγύης. Το χάος είναι έξω από μας, στην αδιαφορία της (εκουσίως) απούσας κοινωνίας μας. Την ειρήνη πρέπει να την αναζητήσουμε μέσα μας, στις καρδιές μας.
Είναι μια επιλογή που μπορούμε και πρέπει να την κάνουμε, μια επιλογή μη αναστρέψιμη, όπως επαναλαμβάνεται στην ταινία, μαζί με το αντίθετό της, το αναστρέψιμο, που πολλές φορές ακυρώνει τις καλές προθέσεις.

[Φράνκο Κολόμπο]

Ήρεμο Χάος

Η Λάρα, σύντροφος του Πιέτρο Παλαντίνι, φεύγει ξαφνικά από τη ζωή μια καλοκαιρινή μέρα την ώρα που ο άνδρας της προσπαθεί να σώσει μια άγνωστη γυναίκα που πνίγεται στη θάλασσα. Μια παράλογη σύμπτωση που ο Πιέτρο δεν μπορεί να εξηγήσει στην Κλάουντια, την δεκάχρονη κόρη του. Ο Πιέτρο την πάει στο σχολείο την πρώτη μέρα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές και αποφασίζει να την περιμένει μέχρι να βγει από το σχολείο. Το ίδιο κάνει την επόμενη μέρα και την παρεπόμενη. Η πράξη της αναμονής γίνεται το καταφύγιό του. Ο Πιέτρο περιμένει να έρθει ο πόνος, όμως μετά το ήρεμο χάος αρχίζει η εποχή της αγρύπνησης. Από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Σάντρο Βερονέζι. 

από 26.12 έως 08.01
Online

Αντονέλο Γκριμάλντι (Σάσαρι, 1955)

Σπούδασε Νομικά στο Σάσαρι και το 1981 σπούδασε κινηματογράφο στη Scuola di Cinema Gaumont. Στο Σάσαρι δίδαξε Ιστορία του θεάματος στην Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1990 έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία με την ταινία Nulla ci può fermare (Τίποτα δεν μπορεί να μας σταματήσει). Ακολουθούν Il cielo è sempre più blu (Ο ουρανός είναι όλο και πιο μπλε 1995), Asini (Γάιδαροι 1999) και Un delitto impossibile (Ανέφικτος φόνος 2000). Ως ηθοποιός έλαβε μέρος στις ταινίες Ecco fatto (Ορίστε 1998), Come te nessuno mai (Σας εσένα κανένας 1999) του Γκαμπριέλε Μουτσίνο και Guardami (Κοίταξέ με 1999) του Ντάβιντε Φεράριο. Για την τηλεόραση σκηνοθέτησε την τηλεοπτική σειρά Distretto di Polizia (Το αστυνομικό τμήμα 2000-2007) και πολλές άλλες για τη δημόσια και ιδιωτική τηλέοραση. Το 2019 σκηνοθέτησε την ταινία Restiamo Amici (Ας μείνουμε φίλοι) βασισμένη στο μυθιστόρημα Si può essere amici per sempre (Μπορούμε να είμαστε φίλοι για πάντα) του Μπρούνο Μπούρμπι.

Νάνι Μορέτι (Μπρουνίκο, 1953)

Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’70 χάρη στο πρωτότυπο κινηματογραφικό ύφος του με το οποίο αποτύπωσε την πολιτική απομυθοποίηση αλλά και την απόρριψη της γλωσσικής, πολιτισμικής και συναισθηματικής ισοπέδωσης. Ο Μορέτι είναι από τους λίγους σκηνοθέτες στην Ιταλία που ελέγχουν όλα τα στάδια της παραγωγής μιας ταινίας, από την αρχική σύλληψη μέχρι την διανομή της. Ήδη με την πρώτη του ταινία, Io sono un autarchico (Εγώ είμαι ένας αυτάρκης 1976), φανερώνει το σαρκαστικό του ύφος και την οξυδερκή ματιά με την οποία απογυμνώνει τις απογοητεύσεις της γενιάς του και τις αντιφάσεις της κοινωνίας. Ecce bombo, Caro diario (Αγαπημένο μου ημερολόγιο), Aprile (Απρίλης), Il caimano (Ο αλιγάτορας) είναι μερικές από τις πιο γνωστές ταινίες του. Τιμήθηκε με το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και το Δαυίδ του Ντονατέλο το 2001 με την ταινία La stanza del figlio (Το δωμάτιο του γιου). Πρωταγωνίστησε στο Ήρεμο Χάος, που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 2008. Το 2015 στις Κάννες παρουσίασε την ταινία Mia madre (Η μητέρα μου) με πρωταγωνίστρια την Μαργκερίτα Μπούι. Το 2021 κυκλοφόρησε η ταινία Tre piani (Τρεις όροφοι).

Η πρόκληση ήταν να αποτυπώνω τον πρωταγωνιστή στο ίδιο μέρος για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας αποφεύγοντας όμως την αίσθηση της ακινησίας. Εμπνεύστηκα από το μυθιστόρημα του Βερονέζι: ο Πιέτρο περιμένει έξω από το σχολείο όχι μόνο για να δει τις αντιδράσεις της κόρης του, κυρίως όμως για να δει την ιστορία της ζωής του και να την αγκαλιάσει. Συμφωνούμε με τον Κάρλο, τον αδελφό του Πιέτρο, όταν του λέει ότι ίσως η Κλάουντια δεν πονάει διότι δεν βλέπει τον πόνο του πατέρα της. Για αυτούς τους λόγους δεν νομίζω ότι είναι απαραίτητο να εγκαταλείψουμε τον Πιέτρο: κάθε σκηνή περιστρέφεται γύρω από αυτόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η αφήγηση πραγματοποιείται από την οπτική του γωνία. Από τεχνικής άποψης χρησιμοποίησα την κάμερα με τρόπο που μου επέτρεψε να αποτυπώσω τα αισθήματα και τα συναισθήματά του με σεβασμό προς τον κλειστό του χαρακτήρα και την προσπάθειά του να κρατήσει μέσα του τον πόνο. Ελπίζω να κατάφερα να μεταδώσω την αίσθηση της προσμονής που τόσο καλά περιγράφει ο Βερονέζι στο μυθιστόρημά του μαζί με την ανικανότητα του σύγχρονου ανθρώπου να αντιμετωπίσει το πένθος χωρίς τη βοήθεια οποιασδήποτε παράδοσης, θρησκευτικής είτε κοσμικής.

[Αντονέλο Γκριμάλντι]