Παραγωγή: Excelsa Film, 1954 – 95’
Σκηνοθεσία: Μάριο Ματόλι
Σενάριο: Εντουάρντο Σκαρπέτα
Ηθοποιοί: Τοτό, Ντολόρες Παλούμπο, Έντσο Τούρκο, Βαλέρια Μορικόνι, Φράνκα Φαλντίνι, Λιάνα Μπίλι, Σοφία Λόρεν, Τζουσέπε Πορέλι, Φράνκο Σπορτέλι, Φράνκο Παστορίνο, Τζάνι Καβαλιέρι, Τιτίνα Ντε Φιλίπο, Ντίνο Κούρτσιο, Βέρα Νάντι,Φράνκο Καρούζο
Μουσική: Πίπο Μπαρτζίτζα
Με Ελληνικούς υπότιτλους
Η πρώτη σκηνή της ταινίας γυρίστηκε σε θεατρική αίθουσα με πρόθεση να αποτίσει φόρο τιμής στο έργο του Εντουάρντο Σκαρπέτα ενώ διαβάζουμε τους τίτλους αρχής. Η δεξιοτεχνία των ηθοποιών φανερώνεται όχι μόνο χάρη στη φωνή και τον τονισμό τους, αλλά κυρίως από τις εκφράσεις και από την κινησιολογία του σώματος και των χεριών. Έτσι στις περισσότερες σκηνές παρατηρούμε κυρίως την κίνηση των χεριών που συνοδεύει τους διαλόγους ενώ δεν βλέπουμε ποτέ τις πλάτες των ηθοποιών γιατί λαμβάνεται υπ’ όψη η παρουσία του κοινού. Με άλλα λόγια η δράση αποτυπώνεται με εμφατικό και θεατρικό, και συνάμα γνήσιο και αυθεντικό τρόπο. Αν και η ταινία αγγίζει σημαντικά θέματα, οι σκηνές είναι πάντα κωμικές και διασκεδαστικές χάρη στην ευρεία χρήση της μανιέρας του ναπολιτάνικου κινηματογράφου. Απόδειξη η σκηνή στην οποία ο Φελίτσε και ο Πασκουάλε μπαίνουν στο σπίτι της δεσποινίδος από το Πεδεμόντιο για να γλυτώσουν από τον κυρ-Τζοακίνο, και η σκηνή στην οποία οι δυο πρωταγωνιστές μαλώνουν με τον μικρό Πεπενιέλο για μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα. Από κοντά η πολύ γνωστή σκηνή με τα μακαρόνια, όπου δεσπόζει η μόνιμη κατάσταση πείνας των χαρακτήρων. Δεν λείπουν βέβαια οι αφηγηματικές «κοιλιές»: π.χ. η σκηνή με τον αγρότη και το γράμμα του και εκείνη με τη φωτογραφία στους νεόνυμφους. Οι διάλογοι είναι καλοκουρδισμένοι ακόμα και στην περίπτωση του τσακωμού της Λουιζέλα με την Κοντσέτα. Όπως η αρχή, και το τέλος διαδραματίζεται στο θέατρο. Στην τελευταία σκηνή ο Φελίτσε και όλοι οι υπόλοιποι κοιτάνε προς τον φακό. Το πλάνο «ανοίγει» και τους δείχνει όλους πάνω στη σκηνή. [Φάτινα Φαζάνο]
Miseria e nobiltà / Το φτωχοκόριτσο της Νάπολης
Στο τέλος του 19ου αιώνα, στη Νάπολη, ο δημόσιος γραφέας Φελίτσε Σιοσιαμόκα και ο Πασκουάλε είναι πάμφτωχοι και για να ανταπεξέλθουν στις οικογενειακές ανάγκες δίνουν ρούχα και αντικείμενα στο ενεχυροδανειστήριο της γειτονιάς. Η δύσκολη οικονομική κατάσταση φέρνει γκρίνια και μέσα στις οικογένειές τους, και ύστερα από ένα τσακωμό της Κοντσέτα, γυναίκας του Πασκουάλε, με την Πουπέλα, γυναίκα του Φελίτσε, ο Πεπινιέλο, γιος του Φελίτσε, την σκάει από το σπίτι. Μια μέρα όμως στις δυο οικογένειες παρουσιάζεται μια χρυσή ευκαιρία: ο νεαρός μαρκήσιος Εουτζένιο θέλει να παντρευτεί την Τζέμα, διάσημη χορεύτρια, οι γονείς του όμως δεν εγκρίνουν την επιλογή του. Ο πατέρας της Τζέμα όμως θα δώσει στον Εουτζένιο το χέρι της κόρης του αν οι γονείς του νεαρού συμφωνήσουν και αυτοί. Ο Εουτζένιο τότε ζητάει από τον Φελίτσε, τον Πασκουάλε και τις γυναίκες τους να τον συνοδεύσουν στο σπίτι του πατέρα της Τζέμα παριστάνοντας τους ευγενείς συγγενείς του. Ύστερα από ένα πλούσιο δείπνο στο σπίτι της Τζέμα όμως θα αρχίσουν οι παρεξηγήσεις.
Μάριο Ματόλι (Τολεντίνο, 1898 – Ρώμη, 1980)
Θεωρείται ένας από τους δημοφιλέστερους σκηνοθέτες της εποχής του, χάρη στην ικανότητά του να κινείται από είδος σε είδος, με ιδιαίτερη προτίμηση στις κωμωδίες. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του σκηνοθέτησε 84 ταινίες, βασισμένες πολλές φορές σε δικό του σενάριο. Γιος ενός γιατρού, σπούδασε Νομικά και από τα φοιτητικά του χρόνια αρχίζει η σχέση του με το θέατρο. Μαζί με τον ιμπρεσάριο Λουτσιάνο Ράμο ίδρυσε την οίκο κινηματογραφικής παραγωγής ‘Spettacoli Za-Bum’. Από παραγωγός σύντομα έγινε και σκηνοθέτης. Η πρώτη του ταινία είναι Tempo Massimo (Μέγιστος χρόνος, 1934). Αγαπημένος πρωταγωνιστής του είναι ο Τοτό, που σκηνοθέτησε στις ταινίες Totò al giro d’Italia (Ο Τοτό στον Γύρο της Ιταλίας, 1948), Fifa e arena (Φόβος στην αρένα, 1948), Tototarzan (Τοτοταρζάν, 1950), Totò sceicco (Ο Τοτό σεΐχης, 1950), Totò, Peppino e le fanatiche (Ο Τοτό, ο Πείνο και οι φανατισμένες, 1958). Σκηνοθέτησε όμως και ταινίες δραματικές και αισθηματικές όπως Stasera niente di nuovo (Απόψε τίποτα το καινούριο, 1942) και Catene invisibili (Αόρατες αλυσίδες, 1942), και οι δυο με πρωταγωνίστρια την ηθοποιό και μοντέλο Αλίντα Βάλι. Το 1948 σκηνοθέτησε την Άννα Μανιάνι στην Ασούντα Σπίνα, τηλεοπτική σειρά με την υπογραφή των Εντουάρντο Ντε Φιλίπο και Τζίνο Καπριόλο. Το 1966 σκηνοθέτησε την τελευταία του ταινία, με τίτλο Per qualche dollaro in meno (Για μια χούφτα δολαρίων λιγότερη), παρωδία της διάσημης ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε.
Τοτό (Νάπολη, 1898 – Ρώμη, 1967)
Ο Τοτό, ψευδώνυμο του Αντόνιο ντε Κούρτις, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της Ιταλική επιθεώρησης και του Ιταλικού κινηματογράφου, σύμβολο της κωμωδίας αλά Ιταλικά (και αλά Ναπολιτάνικα) σε όλον τον κόσμο. Ξεκίνησε πολύ νωρίς την καριέρα του στο θέατρο και συμμετέχει στις πρώτες παραστάσεις όταν είναι μόλις 15 χρονών. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1919, αρχίζει τη συνεργασία του με το θέατρο Ambra Jovinelli της Ρώμης, όπου θα μείνει μέχρι το 1921. Το 1937 κάνει το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο στην ταινία Fermo con le mani (Κάτω τα χέρια) του Τζέρι Τζαμπούτο, όπου μιμείται τον Τσάρλι Τσάπλιν, όμως το «προσωπείο» του Τοτό κάνει την πρώτη εμφάνισή του στην ταινία San Giovanni decollato (Άγιος Ιωάννης Αποκεφαλισμένος) του Αμλέτο Παλέρμι το 1940. Η φήμη ήρθε το 1947 με την ταινία I due orfanelli (Τα δυο μικρά ορφανά), με την σκηνοθεσία του Μάριο Ματόλι, που θα τον αναδείξει σε αγαπημένο του πρωταγωνιστή και θα τον αξιοποιήσει σε 16 ταινίες του. Σε αυτές τις ταινίες η πλοκή είναι τελείως προσχηματική και ο Τοτό αυτοσχεδιάζει τους διαλόγους. Αναφέρονται ενδεικτικά: Fifa e arena (Φόβος και αρένα, 1948) του Μάριο Ματόλι, Totò cerca casa (Ο Τοτό αναζητάει σπίτι, 1949) των Στένο και Μάριο Μονιτσέλι, Napoli milionaria (Νάπολη εκατομμυριούχα, 1950) του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο. Το 1950 είναι μαζί με τη Σιλβάνα Παμπανίνι στην ταινία 47 morto che parla (47 νεκρός που μιλάει) του Κάρλο Λουντοβίκο Μπραγκάλια. Το 1951 μαζί με τον Άλντο Φαμπρίτσι πρωταγωνιστεί στην ταινία Guardie e ladri (Κλέφτες και αστυνόμοι), ρόλος για τον οποίο τιμήθηκε με το Nastro d’Argento καλύτερου πρωταγωνιστή. Το 1952 πρωταγωνιστεί στην πρώτη έγχρωμη ταινία του Ιταλικού κινηματογράφου, Totò a colori (Ο Τοτό με χρώματα) του Στένο. Το 1956 ο σκηνοθέτης Καμίλο Μαστροτσίνκουε επινοεί το κωμικό δίδυμο Τοτό/Πεπίνο Ντε Φιλίπο στην ταινία Siamo uomini o caporali? (Είμαστε άνθρωποι ή δεκανείς; 1955). Οι δυο ηθοποιοί θα γυρίσουν 16 ταινίες. Από το 1956 εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων στο κερατοειδές ο Τοτό θα κόψει τις θεατρικές του εμφανίσεις. Στην καριέρα του συνεργάστηκε με πολλά «ιερά τέρατα» του Ιταλικού κινηματογράφου όπως ο μαρτσέλο Μαστρογιάνι και ο Βιτόριο Γκάζμαν (Ο κλέψας του κλέψαντος του Μάριο Μονιτσέλι, 1958) και ο Βιτόριο Ντε Σίκα (I due marescialli, Οι δυο ταγματάρχες, του Κορμπούτσι, 1962). Κέρδισε ξανά το Nastro d’Argento και τη Χρυσή Σφαίρα με την ταινία Μεγάλα πουλιά μικρά πουλάκια του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1966), που παρουσιάστηκε στις Κάννες. Το 1967 είναι πάλι πρωταγωνιστής σε δυο επεισόδια των σπονδυλωτών ταινιών Le streghe (Οι Μάγισσες) και Capriccio all’Italiana (Καπρίτσιο αλά Ιταλικά) με τη σκηνοθεσία του Παζολίνι και πέθανε δυο μέρες μετά την έναρξη των γυρισμάτων της ταινίας Il padre di famiglia (Ο Νοικοκύρης) του Νάνι Λόι.