Ντονπάστα

Ο Ντανιέλε Ντε Μικέλε, ο “Ντονπάστα”, είναι ντι-τζέι, οικονομολόγος και ειδικός στην γαστρονομία, και ανακηρύχθηκε από τις «New York Times» ένας από τους πιο δημιουργικούς ακτιβιστές του φαγητού. Το 2018 παρουσίασε στο φεστιβάλ της Βενετίας το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ I Villani, αφιερωμένο στην Ιταλική κουζίνα. Έγραψε πέντε βιβλία: Food Sound System (Feltrinelli, 2006), Wine Sound System (Feltrinelli, 2009), La Parmigiana e la Rivoluzione (Stampa alternativa, 2013), Artusi Remix (Mondadori, 2014) και Kitchen Social Club (Altraeconomia, 2016). Συνεργάζεται με τις εφημερίδες «La Repubblica», «Corriere della sera», «Manifesto», «Left», και εδώ και 5 χρόνια με το τηλεοπτικό πρόγραμμα Geo της Δημόσιας τηλεόρασης. Από το 2004 παρουσιάζει σε όλον τον κόσμο την γαστρονομική παράσταση Food Sound System. Του απονεμήθηκε το βραβείο Marietta ad Honorem για το πρότζεκτ Artusi Remix.

Για Treccani και «Il Corriere della sera» γύρισε την διαδικτυακή σειρά “Le Nonne d’Italia in cucina”, αφιερωμένη στην Ιταλική «γιαγιαδίστικη» κουζίνα δημιουργώντας ένα αρχείο πολυμέσων στο οποίο ο Ντονπάστα ταξιδεύει σε όλη την Ιταλία για να ανακαλύψει ξανά την γευστική παράδοσή της με ξεναγούς τις γιαγιάδες της Ιταλίας.

Η διαδικτυακή σειρά

Φαγητό σημαίνει μνήμη, προστασία μιας κληρονομίας, συμβολικές αναπαραστάσεις, το τέλειο πρίσμα μέσα από το οποίο παρατηρεί κανείς και αφηγείται τις αλλαγές του κόσμου. Διότι η αφήγηση μιας συνταγής αφηγείται την ιστορία αυτών που την αφηγούνται. Πώς μπορεί κανείς να αφηγηθεί την Ιταλική κουζίνα; Το φαγητό είναι μια γλώσσα, είναι το εργαλείο μέσω του οποίου μεταδίδεται μιας ιστορία, οικογενειακή, τοπική, συλλογική. Ο Ντονπάστα ζήτησε από είκοσι γιαγιάδες, μια για κάθε περιφέρεια της Ιταλίας, να του κάνουν το τραπέζι για να γνωρίσει καλύτερα τις γεύσεις της καθημερινότητας και να ταξιδέψει στις οικογενειακές κουζίνες της χώρας. Ένα ταξίδι που στάθηκε αφορμή για να μιλήσει για όσα διασώθηκαν από την λαϊκή μαγειρική, για συνταγές που ακόμα και σήμερα αποτελούν το καμάρι της Ιταλικής κουζίνας σε όλο τον κόσμο. Κάθε συνάντηση και μια τοπική κουζίνα στο φόντο μιας ευρύτερης συζήτησης που επιτρέπει στον επιμελητή να αφηγηθεί την Ιταλία και να καταλάβει τι έχει μείνει από την τεράστια κληρονομιά, τι διατρέχει τον κίνδυνο να χαθεί και γιατί μπορεί να χαθεί.

Στη Ρώμη η γιαγιά Μιρέλα μας παρουσιάζει τον πατσά αλά ρομάνα, trippa alla romana, και μας λέει ότι παλιά το φαγητό ένωνε τους ανθρώπους, στον πόλεμο όπως κατά τη διάρκεια των συνδικαλιστικών κινητοποιήσεων. Δεν είχαν πολλά, όσα είχαν όμως το μοιράζονταν πάντα με όλους τους άλλους. Το σέλινο, τα καρότα, τα κρεμμύδια, λίγο χοιρινό κρέας. Πρόκειται για βιβλίο ιστορίας, ανθρωπιάς, γιατί η κουζίνα είναι πράξη γενναιοδωρίας και αλληλεγγύης με τον γείτονα. Ο πατσάς γίνεται ηθικό, ιστορικό και ανθρώπινο εργαλείο. Όμως πρέπει να είναι καλός και να μαγειρεύεται με τις ώρες, και στο τέλος θέλει οπωσδήποτε πεκορίνο και δυόσμο.

Online

Στο Μοντεμιλέτο η γιαγιά Ορνέλα αφηγείται την ερωτική της ιστορία (με πολλά εμπόδια αρχικά) και μας λέει ότι το φαγητό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή της. Η Όρνελα είχε φούρνο, τώρα είναι συνταξιούχος και έχει ένα μεγάλο φούρνο στην αυλή του πατρικού της σπιτιού, όπου περνάει τον περισσότερο χρόνο της. Βαθιά γνώστρια της παραδοσιακής κουζίνας και των προϊόντων ζύμης, ετοιμάζει τον μπαμπά με μια μυστική συνταγή που αποκάλυψε μόνο το μισό μέρος. Πέρα από τη ζύμη, είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς καλά την συμπεριφορά του φούρνου και πώς θα ετοιμάσει το σιρόπι με ρούμι αφού ψηθεί το γλυκό. Η εκδοχή της είναι με γέμιση κρέμας.

 

Online

Στο Τζέρμαν ντι Μολιάνο Βένετο η γιαγιά Λάουρα μεταδίδει την αγάπη της για την Πίνσα και λέει ότι στον πόλεμο το μοναδικό τρόφιμο που δεν έλειπε πότε ήταν η πολέντα, που κατανάλωναν για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό.

Από τη φτώχεια γεννήθηκε η Πίνσα, παραδοσιακό γλυκό της Βόρειας Ιταλίας που παρασκευάζεται με πολέντα την ημέρα των Φώτων. Είναι τόσο καλό που η Λάουρα θα το έτρωγε πάντα. Μπαγιάτικο ψωμί μουλιασμένο στο γάλα και πολέντα, μαζί με φλούδα πορτοκαλιού, καρύδια, μάραθο, ξηρά σύκα, σταφίδα και ζάχαρη. Ό, τι είχαν πρόχειρο δηλαδή. Το αποτέλεσμα είναι ένα πλούσιο γλυκό που κάνει λιγότερο πικρές την ανάμνηση του πολέμου, των κόπων των γυναικών στα υφαντουργεία και των βασάνων της καθημερινότητας.

Online

Στο Μπαρανέλο η γιαγιά Φιλομένα αυτοαποκαλείται βασίλισσα της σάλτσας με κιμά και ενώ ετοιμάζεται να φτιάξει το Perciate cu lu sugh’ de abbuote μιλάει για τους κόπους και τη χαρά της αγροτικής ζωής, που την προτιμούσε από τη δουλειά στο εργοστάσιο.

Ένα τεράστιο ρολό από αρνίσιο κρέας με γέμιση από λαρδί, μπαχαρικά, σκόρδο και μαϊντανό. Μια σάλτσα με κρεμμύδι και λαρδί, γιατί το λαρδί δεν κάνει κακό. Με τις επιδέξιες κινήσεις ενός χειρουργού, ετοιμάζει τεράστιες ποσότητες σάλτσας με τις ντομάτες από το περιβόλι της, που την σερβίρει στο τραπέζι διακοσμημένο με τα τριαντάφυλλα που μαζεύει κάθε μέρα. Μια αισθητική της στιγμής σε έναν κόσμο αυτάρκη με υγιή τρόπο.

Online

Στην Πεσκάρα, δίπλα στη θάλασσα, η γιαγιά Άννα Ρακέλε, χήρα ψαρά, με σοφία και πείρα συμβουλεύει να αγοράζουμε πάντα φρέσκο ψάρι (αυστηρά Ιταλικής προέλευσης) για να φτιάχνουμε σούπα και θυμάται με νοσταλγία μια θάλασσα που δεν υπάρχει πια: σήμερα δεν είναι πολλοί οι άνδρες που επιλέγουν να γίνουν ψαράδες.

Στην ψαρόσουπα τότε έβαζαν μόνο φτωχό ψάρι. Οι ψαράδες το καλό το ψάρι το πουλούσαν και με ό, τι έμενε ετοίμαζαν την σούπα τους. Όμως όσοι γνωρίζουν από ψάρι ξέρουν ότι πρόκειται για πολύ καλό ψάρι με το οποίο ετοιμάζει κανείς μια εξαιρετική σάλτσα για τα μακαρόνια. Η διαδικασία είναι εκπληκτική, με κόκκινη πιπεριά, πιπεριές και χυμό ντομάτας. , δηλαδή τα μόνα υλικά που διατηρούνταν στη θάλασσα.

 

Online

Στην κεντρική Ιταλία, στο Μαρσιάνο, η γιαγιά Νατζαρένα, περήφανη κόρη αγροτών, γεμίζει, αλατίζει, λαδώνει και «διακοσμεί» την «κυρά» της για τις «γιορτές» με υλικά από το περιβόλι της. 

Η χήνα «oca in porchetta» είναι φαγητό με αγροτικές ρίζες. Μια χήνα γεμίζεται με λαρδί, λάδι και κρασί, μαζί με άντερα και χόνδρους χήνας και γουρουνιού. Στη σάλτσα βράζουν τις πατάτες. Όλα τα υλικά είναι οικογενειακής παραγωγής. Η Νατζαρένα τονίζει ότι το να διαλέγει κανείς μια ζωή κοντά στη φύση, καταναλώνοντας τα προϊόντα του, αποτελεί ηθική πράξη με στόχο τη διαφύλαξη της μνήμης, των παραδόσεων και του περιβάλλοντος.

Online

Στο Ρέτζο Εμίλια η γιαγιά Μαρινέτα προτιμαέι τον ξύλινο πλάστη από την τεχνολογία για να ανοίγει φύλλο, σε πείσμα των παιδιών της που της χάρισαν ένα ηλεκτρικό μίξερ για να ελαφρύνουν τους κόπους της. Ποιους κόπους όμως όταν ζυμώνεις χορεύοντας;

Το «νιόκο» τηγανίζεται στο λίπος και ανοίγοντας τη ζύμη είναι σαν να χορεύεις. Για τη Μερινέτα είναι χαρά να ζυμώνει ενάμισι κιλό νιόκι για τις γιορτές μαζί με τα αγαπημένα της πρόσωπα.

 

Online

Στην καρδιά της «Όμορφης», δηλαδή της Φλωρεντίας, η γιαγιά Νάρα, κόρη χασάπηδων, έμαθε από τη μητέρα της τη συνταγή του Cibreo με βάση μια οικογενειακή παράδοση που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά, αν και το πιο σημαντικό υλικό είναι το μεράκι. Πανάρχαιο πιάτο της φλωρεντινής κουζίνας, πρόκειται για μια ομελέτα με την σπλήνα, το λειρί και τα άντερα του κόκορα, δηλαδή ό, τι πιο φτωχό η φύση έχει να μας δώσει. Τονίζουν το πιάτο το λεμόνι και τα αυγά. Η κυρία Μάρα, που μια ζωή δούλευε σε χασάπικο, έχει τέτοια επίγνωση του ταλέντου της που εξηγεί βήμα βήμα ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ το δικό της cibreo και αυτό που περιγράφεται από τους δασκάλους της Ιταλικής κουζίνας σαν τον Αρτούζι.

 

Online