Το «φαγητό του δρόμου» συνθέτει ένα πολυποίκιλο ψηφιδωτό από τις Άλπεις στη Σικελία, με φοκάτσα, πιαντίνα, τηγανιτό μαριδάκι, μοτσαρέλα «ιν καρότσα», ελιές αλά ασκολάνα, παντσερότι, λαμπρεντότο, πανέλε, αλλά και μπαμπά: πρόκειται για ζωντανή παράδοση που αναβιώνει κάθε μέρα στην καρδιά των ιστορικών κέντρων των Ιταλικών πόλεων καθώς για φαινόμενο της μόδας που ελκύει το βλέμμα των ειδικών (Salone del Gusto), τα περιοδικά και τους μεγάλους σεφ. Ανακαλύπτουμε έτσι μια νέα και ταυτόχρονα παλιά κληρονομιά που βρίσκουμε στις τοπικές και συνοικιακές αγορές, και στις πλατείες όλης της Ιταλίας, αλλά και στην κουζίνα των σπιτιών για ένα γρήγορο φαγητό, κάποιο παιδικό πάρτι ή για την ώρα του απεριτίφ.

Οι συντελεστές ταξίδεψαν σε όλη την χώρα και αφηγούνται με λέξεις, εικόνες, βίντεο και συνεντεύξεις, παραδόσεις και συνταγές, καθώς ιστορίες και πρωταγωνιστές αυτού του πολύβουου κόσμου. Ένα ταξίδι που θα μας γνωρίσει τους αληθινούς food maker της Ιταλίας: γυναίκες και άνδρες που κάθε μέρα τηγανίζουν, ζυμώνουν, φουρνίζουν, ψήνουν και βράζουν για τους πελάτες τους, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Πραγματικοί “ήρωες της καθημερινότητας» που υπηρετούν τέχνες που μεταδίδονται από πατέρα σε γιο, με πολύ κόπο και προσπάθεια, αλλά και με πολλή χαρά και επιτυχία. Χειροτέχνες της κουζίνας που θεωρούν το φαγητό του δρόμου την σύγχρονη συνέχεια μιας μακράς παράδοσης, με μεγάλο μέλλον: ποιοτικό και οικονομικό.

Alma – Κολόρνο
Gualtiero Marchesi: Το «φαγητό του δρόμου»

Οι συντελεστές

Κλάρα και Τζίτζι Παντοκάνι

Σύμφωνα με την εφημερίδα «Κοριέρε Ντέλα Σέρα» πρόκειται για τους «σοκολατένιους» του Ιταλικού food writing, διότι από τους πρώτους στην Ιταλία αφιέρωσαν μερικά έργα τους στον πολιτισμό της σοκολάτας. Σήμερα έχουν στο ενεργητικό τους περίπου τριάντα βιβλία γευστικού ενδιαφέροντος, μεταφρασμένα σε έξι γλώσσες. Συνεργάζονται με πολλές εφημερίδες και είναι γαστρονομικοί κριτικοί.

Η Κλάρα Βάντα Παντοβάνι, από μαθηματικός στα σχολεία έγινε γαστρονομική αφηγήτρια και ιστορικός της γεύσης με βιβλία μεγάλης επιτυχίας όπως Dolci del sole (με τον σαλβατόρε Ντε Ρίζο, Rizzoli 2008), Passione Nutella (Giunti 2006), Niko. Semplicità Reale (με το Νίκο Ρομίτο, Giunti 2009).

Τζίτζι Παντοβάνι από το 1984 είναι δημοσιογράφος και επί τριάντα χρόνια ήταν πολιτικός σχολιαστής στην εφημερίδα «Λα Στάμπα». Είναι επίτιμος ακαδημαϊκός και μέλος του Centro Studi Nazionale Marenghi της Γαστρονομικής Ιταλικής Ακαδημίας. Έγραψε Slow Food, Storia di un’utopia possibile (με τον Κάρλο Πετρίνι, Slow Food Editore e Giunti, 2017), L’arte di bere il vino e vivere felici (Centauria 2016) και Mondo Nutella (Rizzoli Etas, 2014).

Μαζί επιμελήθηκαν πολλά βιβλία γευσιγνωστικού ενδιαφέροντος και εκθέσεις γαστρονομίας στο Μουσείο της Επιστήμης και της Τεχνολογίας του Μιλάνο και στις Ogr στο Τορίνο. Διοργάνωσαν πλήθος διαλέξεις και εκδηλώσεις στην Ιταλία και σε όλον τον κόσμο, και τιμήθηκαν με πολλά λογοτεχνικά και γαστρονομικά βραβεία. Έλαβαν μέρος σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές και στα κοινωνικά δίκτυα έχουν εκατομμύρια ακολούθους και προβολές.

Το φαγητό στους δρόμους της Ιταλίας

«Ο πατσατζής βρίσκεται μπροστά από την άμαξά του: καπνίζει στη γαβάθα του το αχνιστό λαμπρεντότο. Γύρω του τα παιδιά της γειτονίας τον γυροφέρνουν με ψωμί στο χέρι για το πρωϊνό τους: σκουπίζουν τα χέρια τους πάνω στα παντελόνια τους για να ρίξουν λίγο αλάτι…»

Online

Είναι σπεσιαλιτέ που σήμερα βρίσκει κανείς στα ορεινά χωριά της Βαλ Σούζα και την ετοιμάζουν στις πλατείες στα πανηγύρια, παλιά όμως κάθε σπίτι ετοίμαζε το «γκοφρέ» του (από τα Γαλλικά gauffre, που δηλώνει την κηρύθρα) σαν φτωχό υποκατάστατο του ψωμιού.

Online

«Ο πατέρας μου ο Αουγκούστο άνοιξε το μαγαζί του στο κέντρο του Άσκολι το 1958, όταν ήμουν 11 χρόνων. Πουλούσε κοτόπουλα και αυγά, και εγώ έπιασα δουλειά εκεί το 1962, δηλαδή πάνω από πενήντα χρόνια. Στην αρχή ο κόσμος περνούσε απ’ έξω και έλεγε ότι πουλούσαμε νεκρά κοτόπουλα: είχε συνηθίσει να αγοράζει ζωντανά στην αγορά, και μετά τα ξεπουπούλιαζαν στο σπίτι και με τα φτερά έφτιαχναν μαξιλάρια».

Online

«Από το1998 μαζί με τον αδελφό μου τον Λούτσιο άνοιξα αυτό το κατάστημα με φαγητό του δρόμου αφού είχαμε ανοίξει ένα Circolo Arcigola Slow Food αφιερωμένο στον παραδοσιακό γαστρονομικό πολιτισμό της Νάπολης. Το street food, όπως λέμε σήμερα – που δεν έχει σχέση με το finger food – αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να γνωρίσει κανείς την γευστική παράδοση μιας χώρας ή μιας πόλης. Κλείνει μέσα του την αξία του ανήκειν».

Online

«Από το1998 μαζί με τον αδελφό μου τον Λούτσιο άνοιξα αυτό το κατάστημα με φαγητό του δρόμου αφού είχαμε ανοίξει ένα Circolo Arcigola Slow Food αφιερωμένο στον παραδοσιακό γαστρονομικό πολιτισμό της Νάπολης. Το street food, όπως λέμε σήμερα – που δεν έχει σχέση με το finger food – αποτελεί τον μοναδικό τρόπο για να γνωρίσει κανείς την γευστική παράδοση μιας χώρας ή μιας πόλης. Κλείνει μέσα του την αξία του ανήκειν».

Online

«Σε κάποιο στενό που κατεβαίνουν στο παλιό λιμάνι δεν μπόρεσα να αντέξω στην λάμψη που διαφαινόταν από μια βιτρίνα. Όλη μου τη ζωή ήμουν μάγειρας και έτσι μια μέρα ανέλαβα το κατάστημα, το 1998, όταν ήμουν τριάντα χρόνων…»

Online

«Εμείς φτιάχνουμε τη κρεσεντίνα, ένα βουνίσιο ψωμί: πολλοί τη λένε τιτζέλα, η τιτζέλα όμως είναι δίσκοι από πηλό με πάνω τους το πανάρχαιο ρόδο των Κέλτων που τους χρησιμοποιούσαν για να ψήνουν τα κερσέντε, όπως τα λένε στην διάλεκτο της Μόντενα>>.

Online

Αν πάτε στο Λιβόρνο, ζητήστε μια “φαρινάτα” ή “τσέτσινα” (όπως την λένε στην Πίζα). Υπάρχει περίπτωση να μην απαντήσουν ή να πληρώσετε αυτό που θα σας δώσουν στην διπλάσια τιμή. Γιατί στο Λιβόρνο χρησιμοποιούν άλλο όνομα: από τις αρχές του 20ου αιώνα το λένε, “πέντε και πέντε”, δηλαδή πέντε λιρέτες πίτα και πέντε λιρέτες ψωμί. Σήμερα το αλέυρι από ρεβίθια είναι πιο ακριβό από το σταρένιο, η παράδοση όμως έμεινε: μοναδική επιτρεπόμενη πρόσθεση οι μελιτζάνες.

Online