Ο σεισμός του 1968
Τη νύχτα της 14ης προς 15ης Ιανουαρίου 1968 ένας σφοδρός σεισμός χτύπησε μια μεγάλη περιοχή της Δυτικής Σικελίας, την Πεδιάδα Μπέλιτσε, μεταξύ Τράπανι, Αγκριτζέντο και Παλέρμο, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν σχεδόν όλα τα κτήρια, να εξαφανιστούν ολόκληρα χωριά και να ξεσπιτωθούν πάνω από 100.000 άτομα. Επίσης έχασαν τη ζωή τους, ανάλογα με την πηγή, από 231 έως 370 άνθρωποι. Ο κρατικός μηχανισμός κινήθηκε πολύ αργά, κανένας δεν ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια καταστροφή και χειροτέρεψαν τα πράγματα οι δυσλειτουργίες των διαθέσιμων μέσων ανακούφισης. Η ανοικοδόμηση υπήρξε και αυτή αργή και βασανιστική, με μεγάλες πολεοδομικές, περιβαλλοντικές, κοινωνικές και κοινωνικές αλλαγές. Νέα χωριά κτίστηκαν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τα παλιά.
Ένα ρεπορτάζ από το παρελθόν [Σέρτζο Τζάβολι]
Η Τζιμπελίνα δεν υπήρχε στον χάρτη, τώρα δεν είναι καν στην κίτρινη το καλοκαίρι και μαυρισμένη τον χειμώνα πεδιάδα που γύρω από τρεις εκκλησίες και τρεις πλατείες, χίλια σπίτια και χίλιες πόρτες. Τώρα που ούτε οι πόρτες των σπιτιών δεν σώθηκαν, δεν έχει κανένα νόημα να την ψάξει κανείς. Και όμως η Τζιμπελίνα υπήρξε χωριό, με τους κατοίκους της, τις ιστορίες της. Οι σεισμοί καλύπτουν πολλά και αποκαλύπτουν άλλα, ξεγυμνώνουν συνήθειες, οικογενειακά μυστικά, ξεσκεπάζουν ή αφήνουν να διαφαίνεται τι ήταν ένας άνθρωπος όσο ζούσε και κρύβουν τους νεκρούς κάτω από τα ερείπια, λες η φτώχεια των αγροτών και εργατών, αυτή η αιώνια, καθημερινή φτώχεια μέσα στα σπίτια από ελαφρόπετρα έπρεπε να ταφεί και αυτή μαζί με τα θύματα. Με αυτή την τεράστια και μυστηριώδη, σιωπηλή και εκκωφαντική καταστροφή μπορούμε να μετρήσουμε όλα υα αισθήματα, από το δέος μέχρι τις τύψεις. Είναι ο λαός του χωριού μας και δεν τον έχουμε γνωρίσει αρκετά. Σε άλλη γωνία του χωριού ψάχνουν για κάτι, λίγα μέτρα, όμως μέσα υπάρχει ολόκληρη ζωή, είναι η ιστορία ενός θαύματος που σφίγγει και διαστέλλει την καρδιά. [το ρεπορτάζ της Ιταλικής δημόσιας τηλεόρασης μας δείχνει ένα κοριτσάκι που βρέθηκε ζωντανό κάτω από τα ερείπια].
[Σέρτζο Τζάβολι]
Η Τζιμπελίνα πριν το 1968
Η Τζιμπελίνα πλήρωσε το μεγαλύτερο τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, πριν τον σεισμό είχε περίπου χίλιους κατοίκους, αγρότες στην πλειονότητά τους, ήταν μακριά και με δύσκολη πρόσβαση (δεν ήταν καν στο χάρτη). Η κοινή γνώμη της εποχής απορούσε με την εγκατάλειψη και τη φτώχεια του χωριού ειδικότερα, και της Σικελίας γενικότερα.
Η νέα Τζιμπελίνα
Η Νέα Τζιμπελίνα χτίστηκε από το μηδέν καμιά δεκαριά χιλιόμετρα από τα ερείπια της παλιάς, όπου ο Αλμπέρτο Μπούρι δημιούργησε το έργο-μνημείο Grande Cretto (Μεγάλο ρήγμα). Το 1970 ο δήμαρχος Λουντοβίκο Κοράο αποφάσισε να προικισθεί η νέα πόλη με ένα φιλόδοξο έργο τέχνης με στόχο να γίνει το μεγαλύτερο υπαίθριο μουσείο της Ιταλίας. Καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες διεθνούς φήμης έλαβαν την πρόσκληση να επανασχεδιάσουν την όψη της νέας, αντισεισμικής πόλης με μια σειρά από παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο πολεοδομικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα, με τη δημιουργία πενήντα έργων τέχνης, γλυπτών και εγκαταστάσεων για να γίνουν τοπόσημα των σημαντικότερων σημείων της συλλογικής ζωής και του αστικού ιστού. Τα έργα καλωσορίζουν τον επισκέπτη ήδη από την πύλη εισόδου της πόλης όπου βρίσκεται το Αστέρι της εισόδου στην Πεδιάδα Μπέλιτσε,μια δημιουργία του Πιέτρο Κονσάγκρα του 1981, σύμβολο όλης της περιοχής.
Το Ρήγμα του Μπούρι
Il Grande Cretto (έναρξη εργασιών: 1984, περάτωση εργασιών: 2015)
Ο Λουντοβίκο Κοράο, τότε δήμαρχος της Τζιμπελίνα, βρέθηκε ανήμπορος μπροστά στις πολεοδομικές επιλογές του Κράτους, όμως, με επίγνωση της ασχήμιας τους, και πεπεισμένος ότι τα σπίτια από μόνα τους δεν αρκούν για την αναγέννηση της αίσθησης της κοινότητας, καθώς ότι η ομορφιά έπρεπε να είναι η κινητήριος δύναμη της ανοικοδόμησης, προσκάλεσε καλλιτέχνες και διανοουμένος για να γίνει η Τζιμπελίνα ομορφότερη απ’ όσο ήταν πριν. Ο Κοράο κατάφερε να έρθει στην Τζιμπελίνα ο Αλμπέρτο Μπούρι (1915–1995), διάσημος καλλιτέχνης και ζωγράφος, από τους σημαντικότερους του 2οού αιώνα στην Ιταλία. Ο Μπούρι κατάλαβε αμέσως ότι στη νέα Τζιμπελίνα δεν μπορούν να γίνουν και πολλά πράγματα, αφού ήδη είχαν φιλοτεχνηθεί πολλά έργα. Αποφάσισε λοιπόν να επισκεφτεί το παλιό χωριό και τα ερείπια που αντίκρισε του προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση. Κατάλαβε ότι εκεί, στο πάλαι ποτέ κέντρο της ζωής των ανθρώπων, θα μπορεί να αφήσει ένα έργο-μνημείο για τα θύματα.
Το Μεγάλο Ρήγμα αποτελεί μνημείο που περικλείει στο εσωτερικό του, πραγματικά και μεταφορικά, τα ίχνη από το παρελθόν και τη ζωή της κοινότητας που τα ανέτρεψε ο σεισμός. Το έργο, το οποίο μορφολογικά παραπέμπει στα ρήγματα που ο καλλιτέχνης δημιούργησε τη δεκαετία του ’70, καλύπτει όλο τον λόφο και τα ερείπια του παλιού χωριού. Το Ρήγμα αποτελείται από είκοσι δύο κύβους λευκού τσιμέντου που ανακαλούν τα σπίτια που υπήρχαν: έναν λαβύρινθο όπου μπορεί κανείς να περπατήσει με την ψευδαίσθηση ότι περπατάει στους παλιούς δρόμους του χωριού.
Ο καλλιτέχνης
Αλμπέρτο Μπούρι (Τσιτά ντι Καστέλο, 1915 – Νίκαια, 1995)
Αξιωματικός και γιατρός του Ιταλικού στρατού, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αιχμαλωτίστηκε από τους συμμάχους στην Τυνησία και αργότερα σε φυλακή στο Τέξας. Επέστρεψε στην Ιταλία το 1946 και αποφάσισε να παραιτηθεί από το στρατό για να αφοσιωθεί στην τέχνη. Το 1947 μετακόμισε στη Ρώμη όπου παρουσίασε τα έργα του σε πολλές εκθέσεις. Το 1951 ίδρυσε την ομάδα Origine με στόχο την υπέρβαση του ψυχρού ακαδημαϊσμού. Αυτή την εποχή το αγαπημένο θέμα του Μπούρι είναι τα Sacchi, που κάνουν και διεθνή πορεία σε διάφορες αμερικανικές και ευρωπαϊκές πόλεις. Μετά το 1957 ο Μπούρι παρουσίασε τα Legni, Combustioni, Ferri σε διάφορες αμερικανικές πόλεις. Το 1962 παρουσίασε τα πρώτα Plastiche στη γκαλερί Malbourough της Ρώμης. Για το θέατρο δημιούργησε τα σκηνικά για τις παραστάσεις Spiritualis (Σκάλα, 1963), Novermber Steps (Όπερα της Ρώμης, 1972) και Tristano e Isotta (Teatro Regio του Τορίνο, 1975). Τη δεκαετία του ’80 ο Μπούρι παρουσιάζει τα έργα του σε Νέα Υόρκη, Παρίσι, Νίκαια και Ρώμη. Στη γενέτειρά του εγκαινιάστηκε το μουσειακό συγκρότημα αποκλειστικά αφιερωμένο στο Μπούρι (1990). Το 1994 εγκαινιάστηκε το κληροδότημά του στα Uffizi της Φλωρεντίας.