Mικελάντζελο Μερίζι (Μιλάνο 1571 – Πόρτο Έρκολε 1610)

Γνωστός με το παρατσούκλι «Καραβάτζο», γεννήθηκε στην Ιταλία με καταγωγή από το Καραβάτζο, ένα χωριό κοντά στο Μπέργκαμο στο οποίο ο καλλιτέχνης οφείλει το παρατσούκλι του. Από το 1584 έως το 1588 μαθήτευσε δίπλα στον ζωγράφο Σιμόνε Πετερτσάνο (1535-1599). Σε αυτό τι διάστημα στη βάση της σύγχρονής του τοπικής ζωγραφικής, έμαθε να προσέχει ιδιαίτερα το φυσικό κόσμο και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Από το έργο του Λεονάρντο Ντα Βίντσι άντλησε την διερεύνηση των «ψυχικών κινήτρων», ενώ από τη Βενετική Σχολή, που την είχε γνωρίσει χάρη στον δάσκαλό του, άντλησε την ευαισθησία του για το φως και το χρώμα. Το 1592 εγκατέλειψε το Μιλάνο και μεταφέρθηκε στη Ρώμη, πόλη στην οποία, από το 1593, μαθήτευσε στο εργαστήριο του Τζιουζέπε Τσέζαρι, γνωστός με το παρατσούκλι «Ιππότης του Αρπίνο», από τους πιο φημισμένους ζωγράφους της εποχής (1568-1640).Το διάστημα 1595-1596 φιλοξενείται στο σπίτι του καρδινάλιου Φραντσέσκο Μαρία Ντελ Μόντε (1549-1627), πρεσβευτή του Μεγάλου Δούκα της Τοσκάνης στη Ρώμη. Χάρη στον προστάτη του, το 1599 στον Μικελάντζελο ανατέθηκε η πρώτη δημόσια παραγγελία: τα έργα με Ιστορίες του Αγίου Ματθαίου για το παρεκκλήσι Κονταρέλι στο Σαν Λουίτζι ντει Φραντσέζι. Το διάστημα 1604-1605 είχε τα πρώτα προβλήματα με την δικαιοσύνη λόγω του οξύθυμου του χαρακτήρα του, με αποκορύφωμα μια δολοφονία κατά τη διάρκεια ενός καβγά που ξέσπασε στο Κάμπο Μάρτσιο το 1606.

Ο Καραβάτζο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρώμη και να βρει καταφύγιο στη Νάπολη χάρη στην προστασία της οικογένειας Κολόνα. Το διάστημα 1607-1608 βρέθηκε στη Μάλτα κι εδώ, σε αναγνώριση των καλλιτεχνικών του ικανοτήτων, και χάρη στη στήριξη του Μεγάλου Μαγίστρου Alof de Wignacourt, έγινε μέλος του τάγματος των Ιπποτών της Μάλτα, που συμμετείχε στον πόλεμο με τους Τούρκους. Εκείνα τα χρόνια φιλοτέχνησε τον Αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Προδρόμου για το παρεκκλήσι του Σαν Τζιοβάνι ντελα Βαλέτα. Στην Μάλτα φυλακίστηκε όμως κατάφερε να δραπετεύσει και να βρει καταφύγιο πρώτα στις Συρακούσες και αργότερα, το 1609, στην Μεσίνα, στο Παλέρμο και στη Νάπολη. Το 1610 ο Πάπας του έδωσε χάρη, κατά την επιστροφή του στη Ρώμη όμως πέθανε στην παραλία του Πόρτο Έρκολε. 

Η Επανεκτίμηση

Ο Καραβάτζο σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Δυτικούς καλλιτέχνες. Όχι μόνο υπήρξε ιδιοφυία της Ιταλικής τέχνης, αλλά ανέτρεψε τον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής του. Ένωσε το ιερό με το κοσμικό στοιχείο, στα έργα του πρώτη φορά οι φτωχοί και οι περιθωριακοί εμφανίζονται ως άγιοι και παναγίες, πράγμα που σκανδάλισε τις θρησκευτικές αρχές, ταυτόχρονα όμως γοήτευσε του συγχρόνους του που αναγνώρισαν την αξία του έργο του και της καλλιτεχνικής του φυσιογνωμίας. Η τρικυμιώδης ζωή, το πάθος και η ιδιοφυία του εμπνέουν εκθέσεις, εκδόσεις, ταινίες, ντοκιμαντέρ και κόμικς που καταξίωσαν την φυσιογνωμία του μεγάλου καλλιτέχνη στο συλλογικό φαντασιακό του μεγάλου κοινού. Ο τεχνοκριτικός και ιστορικός Ρομπέρτο Λόγκι αναγνώρισε την εξαιρετική αξία του Καραβάτζο και την επίδραση που είχε πάνω στο Ιταλικό μπαρόκ. Στις 21 Απριλίου 1951 ο Λόγκι εγκαινίασε στα Βασιλικά Ανάκτορα του Μιλάνου την πρώτη σύγχρονη έκθεση αφιερωμένη στον Καραβάτζο και στους επιγόνους του. Η έκθεση είχε τόση επιτυχία που τετρακόσιες χιλιάδες άτομα στήθηκαν στην ουρά για να θαυμάσουν τα έργα και αυτό το γεγονός καθιέρωση στην συνείδηση όλων τον Καραβάτζο. Ο Λόγκι είχε καταφέρει να βγάλει τον Καραβάτζο από τον χρονοντούλαπο και να τον επιστρέψει στην Ιστορία της τέχνης στον ρόλο του πρωταγωνιστή.

Η τεχνική

Το 1592 ο Καραβάτζο μετακόμισε στη Ρώμη και μαθήτευσε δίπλα στον Τζουζέπε Τσέζαρι, «τον Ιππότη του Αρπίνο», όπου φιλοτέχνησε άνθη και φρούτα που θα έλεγε κανείς πώς ήταν αληθινά. Η αναπαράσταση φυτικών μορφών ήταν κοινή πρακτική στα εργαστήρια του Μιλάνου  όπου ο καλλιτέχνης είχε μαθητεύσει τα πρώτα χρόνια. Χάρη σε αυτά ο Καραβάτζο τελειοποίησε το ταλέντο του στην αναπαραγωγή του φυσικού κόσμου. Στο έργο του Καλάθι φρούτων, το καλάθι βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, σε καθαρό και φωτεινό φόντο, και μοιάζει σαν ανάγλυφο πάνω στην επιφάνεια όπου βρίσκεται, με αποτέλεσμα την ψευδαίσθηση της συνάφειας του χώρου του θεατή με τον χώρο της εικόνας. Με τρόπο εξαιρετικά αληθοφανή από το φως αναδύονται φρούτα και φύλλα νωπά καθώς επίσης την στιγμή που σαπίζουν. Το κούφιο φρούτο και το ρυτιδωμένο φύλλο θεωρήθηκαν σύμβολα της “ματαιοδοξίας” και του φθαρτού, και υπενθύμιση του θανάτου (memento mori). Τα βασικά μοτίβα του καλλιτέχνη διαφαίνονται ήδη από πρώτα χρόνια της διαμονής του: η αναζήτηση του πραγματικού σε όλες του τις μορφές, από τη φύση έως το ανθρώπινο σώμα, η μελέτη του φωτός με τις συμβολικές του προεκτάσεις, και την επίδρασή του πάνω στις μορφές του πραγματικού κόσμου. 

Τα χρόνια της διαμονής του στη Ρώμη τα άνθη και τα φρούτα τα βρίσκουμε συχνά δίπλα στην ανθρώπινη φιγούρα της οποίας βλέπουμε σε πρώτο πλάνο. Η ανθρώπινη μορφή αποδίδεται με ιδιαίτερη μελέτη της έκφρασης ανάλογα με την ψυχική διάθεση. Το Αγόρι δαγκωμένο από σαύρα συμβολίζει ιδανικά αυτούς τους πειραματισμούς. Ο πίνακας αναπαριστάνει ένα τρομοκρατημένο αγόρι που τραβάει πίσω το χέρι του μακριά από μια σαύρα που ξεπετάχτηκε από τα φρούτα σε πρώτο πλάνο. Το φως από την αριστερή πλευρά του έργου φωτίζει μέρος του προσώπου, ενώ το υπόλοιπο βρίσκεται στη σκιά, και πάνω στο γυάλινο βάζο δημιουργεί αντανακλάσεις χάρη στις οποίες διακρίνουμε το παράθυρο που αποτελεί την πηγή του φωτός.

Η αναπαράσταση μιας έκφρασης στο αποκορύφωμα της πράξης βρίσκεται στο επίκεντρο των περισσοτέρων πινάκων «δωματίου» με φυσιογνωμίες που παραπέμπουν σε πραγματικούς ανθρώπους, μεταξύ των οποίων Η μάντισσα (La bona ventura). Στον πίνακα μια τσιγγάνα δήθεν διαβάζει την παλάμη ενός ιππότη ενώ στην πραγματικότητα βγάζει επιδέξια το δαχτυλίδι του από το δάκτυλό του. Σε αυτά τα έργα μεγάλη εντύπωση στους συγχρόνους του καλλιτέχνη έκανε η μεγάλη ποικιλία ανθρώπων που αναπαριστάνονται «στα τρία τέταρτα» και συνδέονται μεταξύ τους με βλέμματα και χειρονομίες. Προκειμένου να φτάσει στο μέγιστο βαθμό της αναπαράστασης, ο Καραβάτζο ζωγράφιζε με μοντέλα ενώ σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούσε τα σκίτσα άλλων καλλιτεχνών. Τα μοντέλα δεν ήταν επαγγελματίες. 

Τα δυο στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη ζωγραφική του Καραβάτζο είναι το φως και το σκοτάδι. Η αντίθεση μεταξύ τους δεν δημιουργεί παραφωνίες, ίσα ίσα, τα δυο αυτά στοιχεία αλληλοσυμπληρώνονται και τονίζουν κάτι πολύ σημαντικό: το φως πρωταγωνιστεί στο μήνυμα του ζωγράφου. Το φόντο δεν υφίσταται πια. Η αινιγματική και ανησυχητική φωτοσκίαση απευθύνεται στην ψυχή.

Το 1599 στον Καραβάτζο ανατέθηκε η ολοκλήρωση της διακόσμησης στο παρεκκλήσι Κονταρέλι στην εκκλησία του Σακν Λουίτζι ντει Φραντσέζι, με δυο καμβάδες μήκους πάνω από τα τρία μέτρα που τοποθετήθηκαν στους πλευρικούς τοίχους, και έναν πίνακα στον άμβωνα, όλα αφιερωμένα στον Άγιο Ματθαίο. Στην Κλήση του Αγίου Ματθαίου ο καλλιτέχνης τοποθετεί τη δράση σε ταβέρνα στην οποία ο Ιησούς καλεί τον αμαρτωλό Ματθαίο με μια αυστηρή χειρονομία που την τονίζει η λωρίδα φωτός στην ίδια κατεύθυνση με το χέρι. Το φως που τονίζει το αποκορύφωμα της πράξης αποτελεί ως εκ τούτου το στοιχείο που οδηγεί το μάτι του θεατή και ενώνει τις δυο ομάδες χαρακτήρων, από τη μια μεριά ο Ιησούς με τον Πέτρο, σύμβολα της εκκλησίας, και από την άλλη ο Ματθαίος με την παρέα του. Με αυτό τον τρόπο ο Χριστός συνδέεται στενά με τον άγιο, ο οποίος δεν πιστεύει σε αυτό που γίνεται και κατευθύνει το δάχτυλο προς τον εαυτό του. Δηλαδή τον αμαρτωλό Ματθαίο τον αγγίζει το φως, σύμβολο της θείας χάρης, και έτσι ο άγιος εξέρχεται από το σκοτάδι της αμαρτίας εισερχόμενος στο φως της σωτηρίας. Το ίδιο φως ακουμπάει και άλλα πρόσωπα που κάθονται στο ίδιο τραπέζι με τον Ματθαίο, όμως μόνο οι δυο νεαροί στο κέντρο της σύνθεσης σηκώνουν το βλέμμα τους προς τον Ιησού ενώ οι υπόλοιποι συνεχίζουν αμέριμνοι να μετράνε λεφτά και να χάνονται έτσι στα υλικά αγαθά, και με την εικόνα αυτή συμβολίζεται η ελεύθερη βούληση που έχει κάθε άνθρωπος από το Θεό. 

Το 1600 στον Καραβάτζο ανατέθηκε να φιλοτεχνήσει το Παρεκκλήσι Τσεράζι στην εκκλησία της Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο με την Μεταστροφή του Αγίου Παύλου και την Σταύρωση του Αγίου Πέτρου. Οι δυο πίνακες αποτελούν σταθμό στην καλλιτεχνική εξέλιξη του Καραβάτζο και τον καρπό της εμβάθυνσής του στα θρησκευτικά θέματα, που εκφράζεται με έναν ακραίο ρεαλισμό και καινούριες προεκτάσεις της φωτοσκίασης: το σκοτάδι καταλαμβάνει όλο και περισσότερο την επιφάνεια του πίνακα και γίνεται σύμβολο του αγώνα κατά του σκότους.

Οι επίγονοι

Το ρεύμα του «Καραβατζισμού» γεννήθηκε από το έργο του Καραβάτζο και είχε πολλούς οπαδούς κατά την διάρκεια του 17ου αιώνα. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι ο ρεαλισμός και η έντονη αντίθεση του φωτός με τις σκιές. Στην έκθεση που διοργάνωσε το 1951 για τον Καραβάτζο ο Ρομπέρτο Λογκι αφιέρωσε ένα τμήμα στους επίγονους του καλλιτέχνη. Για τους επίγονους ο Λόγκι χρησιμοποιούσε τη λέξη «κύκλος» μάλλον παρά «σχολή», επειδή δεν επρόκειτο για οργανωμένη ομάδα αλλά για καλλιτέχνες που τους ενέπνεε ελεύθερα το ύφος και το καλλιτεχνικό ήθος του Καραβάτζο. Σκοπός του ήταν να γνωρίσει το κοινό με ποιο τρόπο διαδόθηκε το ύφος του Καραβάτζο και για αυτό η αλληλουχία των έργων ακολουθούσε τη χρονολογική σειρά από δεκαετία σε δεκαετία. Μπορούσε να συγκρίνει κανείς τα έργα που άλλοι καλλιτέχνες φιλοτέχνησαν όταν ο δάσκαλος ακόμη ζούσε με εκείνα που φιλοτεχνήθηκαν μετά. Στους επιγόνους της πρώτης δεκαετίας ήταν παρόντες οι συνομήλικοι αλλά και οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες που είχαν διυλίσει την τέχνη του Καραβάτζο και είχαν αποκτήσει ανεξάρτητη μόρφωση με τον οποία εμβολίασαν τη νέα τέχνη. Αργότερα το ύφος του Δασκάλου επηρέασε και Ευρωπαίους καλλιτέχνες, κυρίως Γάλλους και Ολλανδούς, μεταξύ των οποίων είναι ο Ρέμπραντ και ο Βέρμερ. Σύμφωνα με το Λόγκι, η παρουσία τους αποτελούσε ένδειξη αναμφισβήτητων και αναμφίβολων ιστορικών συνδέσεων.

Ο Βιτόριο Σγκάρμπι αφηγείται τον Καραβάτζο

Ο Καραβάτζο είναι ο πρώτος ζωγράφος της πραγματικότητας και της αληθοφάνειας. Είναι ο πρώτος που στήνεται μπροστά σε αυτά που βλέπει και το αναπαριστάνει. Κατά κάποιο τρόπο είναι ο εφευρέτης της φωτογραφίας γιατί η φωτογραφία αλλάζει τον κόσμο, τεκμηριώνει τον κόσμο, μας αφήνει τη μαρτυρία μιας στιγμής που υπήρξε και δεν υπάρχει πια, μαρτυρεί την ιδιωτική ζωή και την Ιστορία. Από τότε που υπάρχει η φωτογραφία η ζωή μας έχει αλλάξει, γιατί γνωρίζουμε όσα συμβαίνουν αλλού όχι χάρη στην αφήγηση αλλά χάρη στην εικόνα. Από κοντά ο κινηματογράφος: ο Καραβάτζο εφεύρε κατά κάποιο τρόπο και τον κινηματογράφο. Η Κλήση του Αγίου Ματθαίου, π.χ., στην εκκλησία του Σαν Λουίτζι ντει Φραντσέζι, τι άλλο είναι αν όχι μια ταινία, ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ που αναπαριστάνει τη στιγμή που ο Ιησούς αναζητάει τους μαθητές του; Και βέβαια είναι τα αγόρια που αναπαριστάνει στα έργα του, που έρχονταν από το δρόμο, όπως βλέπουμε στο Αγόρι με καλάθι φρούτων, στους Χαρτοπαίχτες, όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με έναν κόσμο που δεν απολάμβανε κανένα κύρος. Ο Καραβάτζο ανατρέπει αρχές, αξιώματα, την οργανωμένη Εκκλησία, την εξουσία.

Πρόκειται για τη φευγαλέα στιγμή, το εδώ και τώρα, που μόνο η φωτογραφία μας επιτρέπει να το απαθανατίσουμε και ο Καραβάτζο με αυτή την έννοια είναι ο εφευρέτης της φωτογραφίας. Χάρη σε αυτήν την μεγάλη εφεύρεση ο Καραβάτζο είναι ο ζωγράφος που καλεί στη Ρώμη όλον τον κόσμο για να δει τα έργα του: από το Βορρά, από την Ισπανία, από τη Γερμανία, από τη Γαλλία, πανταχόθεν, θέλουν να δουν τον Καραβάτζο, το εξαιρετικό εφευρέτη του νέου αυτού τρόπου. Ο Καραβάτζο άλλωστε είχε δυνάμεις χάρη στις οποίες από τα πρώτα αγόρια που έπαιρνε από το δρόμο και έκανε το πορτραίτο τους, έφτασε να διακοσμήσει τις σημαντικότερες εκκλησίες της Ρώμης: της Σαντ’ Αγκοστίνο, της Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο, της Σαν Λουίτσι ντει Φραντσέζι. Αναγκάστηκε να φύγει από τη Ρώμη κυνηγημένος από τους φύλακες του Πάπα που θέλουν να συλλάβουν έναν δολοφόνο. Έγινε δολοφόνος, άρα η φωτοσκίαση της ζωγραφικής του έγινε και φωτοσκίαση της ζωής του. Το γεγονός αυτό άλλαξε τον χαρακτήρα του και τον έκανε άλλο άνθρωπο.

από 15.11 έως 28.11
Online
από 29.11 έως 12.12
Online
από 13.12 έως 26.12
Online