Παραγωγή: Buena Onda, 2015 – 110’

Σκηνοθεσία: Τζουζέπε Μ. Γκαουντίνο 

Σενάριο: Τζουσέπε Μ. Γκαουντίνο

Ηθοποιοί: Βαλέρια Γκολίνο, Μασιμιλιάνο Γάλο, Ανδριάνο Ζιανίνι

Μουσική:  Epsilon Indi

Στην πρωτότυπη γλώσσα με ελληνικούς υπότιτλους

Η Άννα είναι εξωστρεφές κοριτσάκι που οι γονείς της την άφησαν στο Αναμορφωτήριο να πληρώσει τα λάθη του αδελφού της. Τώρα είναι μια όμορφη, θλιμμένη, ευαίσθητη, πλην όμως τυφλή, γυναίκα. Έχει τρία παιδιά στην εφηβεία: ένα κωφάλαλο αγόρι, και δυο κόρες. Από τις δυο κόρες, μια, η όμορφη, είναι ερωτευμένη με τον πατέρα της. Έχει αρκετά λεφτά για να ζει με αξιοπρέπεια, ένα σπίτι στη Νάπολη με την εξαθλίωση απ’ έξω και τη θάλασσα να μπαίνει μέσα.
Ακούει αλλά αγνοεί τους ψιθύρους: πώς βγάζουν το ψωμί τους οι Σκαλιόνε το γνωρίζουν όλοι. Ο Τζίτζι Σκαλιόνε, ο «Λόρδος», ο άνδρας της, είναι τοκογλύφος. Ή μάλλον, εισπράκτορας της μαφίας των τοκογλύφων. Είναι βίαιος, σκληρός, άκαρδος, όμως είναι ο αδιαμφισβήτητος πάτερ φαμίλιας.
Η Άννα βρίσκει δουλειά στα γυρίσματα μιας σαπουνόπερα, ως υποβολέας. Η σαπουνόπερα διαδραματίζεται στη Νάπολη, ο μορφονιός πρωταγωνιστής, ο Μικέλε Μιλιάτσο, της πουλάει έρωτες.
Η Άννα αυτό κάνει στη ζωή της: βοηθάει τους άλλους. Πάει με τα νερά τους, υπαγορεύει τα λόγια. Όταν όμως γνωρίσει την αυτονομία, θα αρχίσει να βλέπει, να καταλαβαίνει. Δείχνει εμπιστοσύνη και επαναστατεί, πλην όμως είναι αργά, μια ακόμη μεγαλύτερη διάψευση παραμονεύει. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να τη σώσει…

[Κοντσίτα Ντε Γκρεγκόριο]       

Για χάρη σας

Η Άννα ως παιδί ήταν εξωστρεφής και θαρραλέα.
Σήμερα είναι μια γυναίκα που ζει στη Νάπολη και τα τελευταία είκοσι χρόνια σταμάτησε να βλέπει  τι πραγματικά συμβαίνει στην οικογένειά της. Προτιμάει να μην παίρνει θέση, να μένει μετέωρη μεταξύ του Καλού και του Κακού. Για χάρη των τριών παιδιών της και της οικογένειάς της, επέτρεψε στη ζωή της να σβήνει μέρα με τη μέρα. Μέχρι που πίστεψε ότι «δεν αξίζει τίποτα». Είναι τόσο γκρίζα η ζωή της ώστε να μη διακρίνει πλέον τα χρώματα, αν και στη δουλειά τους όλοι την αγαπούν και την εκτιμούν, κάτι που τη γεμίζει με αυτοπεποίθηση. Γιατί η Άννα έχει τη φυσική ροπή να βοηθάει τους άλλους, το χάρισμα αυτό όμως δεν το χρησιμοποιεί για τον εαυτό της. Δεν βρίσκει ποτέ τα λόγια ή την ευκαιρία να το κάνει.

Περισσότερα
από 14.05 έως 23.05
Online

Βαλέρια Γκολίνο (Νάπολη, 1965)

Κόρη ενός Ιταλού καθηγητή Γερμανικής φιλολογίας και μιας Ελληνίδας ζωγράφου, μεγάλωσε ανάμεσα στην Αθήνα και στη Νάπολη. Στην Αθήνα εργάστηκε ως μοντέλο και το 1983 έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο με την Λίνα Βερτμύλερ. Το 1985 ανέλαβε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Μικρές φωτιές του Πίτερ Ντελ Μόντε και την επόμενη χρονιά κέρδισε την Coppa Volpi στη Βενετία με την Ερωτική Ιστορία (Storia d’amore).
Από το 1988 μέχρι το 2000 έζησε στο Λος Άντζελες και πήρε μέρος σε περίπου μεγάλες Αμερικάνικες παραγωγές, μεταξύ των οποίων Rain Man (1988) με τους Ντάστιν Χοφμάν και Τομ Κρούζ. Το 1996 πρωταγωνίστησε, στην Ελλάδα, στην ταινία Η σφαγή του κόκορα του Αντρέα Πάντζη. Το 2002 κέρδισε στην Ταορμίνα το Nastro d’argento καλύτερης ηθοποιού με την ταινία Respiro και το 2006 τη Χρυσή Σφαίρα και το Δαυίδ του Ντονατέλο καλύτερης ηθοποιού με την La guerra di Mario του Αντόνιο Καπουάνο.
Το 2013 σκηνοθετεί την ταινία Miele, που παρουσιάστηκε στο επίσημο πρόγραμμα στις Κάννες και κέρδισε Nastro d’argento, Χρυσή Σφαίρα και Ciak d’oro στην καλύτερη πρωτόλεια ταινία. Επίσης κέρδισε το Δαυίδ του Ντονατέλο καλύτερου δεύτερου ρόλου με την ταινία Il capitale umano του Πάολο Βιρτζί.
Το 2015 κέρδισε δεύτερη φορά την Coppa Volpi στο Φεστιβάλ της Βενετίας πρωταγωνιστώντας στην ταινία Per amor vostro (Για χάρη σας). Το 2018 σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε στην ταινία Euforia, που παρουσιάστηκε στις Κάννες και το 2020 κέρδισε το Δαυίδ του Ντονατέλο καλύτερου δεύτερου ρόλου με την ταινία 5 è il numero perfetto.

Σε μια δαντική και ασπρόμαυρη Νάπολη, τόπο της ψυχής παρακμιακό και γκροτέσκο, πανέμορφο και τερατώδη, ποτισμένο με βία και λαϊκά θρησκευτικά δρώμενα, συνυπάρχουν πνεύμα και ύλη, ζωντανοί και τεθνεώτες.
[Αλεσάντρα Ντε Λούκα]     

Η αναπαράσταση της πόλης ως «αρχαϊκή Παρθενόπη» παραπέμπει στην παρέα της δεκαετίας του ’90 (το ναπολιτάνικο νέο κύμα των Μαρτόνε, Κορσικάτο, Σερβίλο), η Άννα και το ασπρόμαυρο παραπέμπουν στην πλούσια και θαυμαστή παραγωγή του ναπολιτάνικου βουβού κινηματογράφου που άνθησε την δεκαετία του 1910. Η αυτονόητη παραπομπή είναι στην Ασούντα Σπίνα, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Ιταλικού βουβού κινηματογράφου, του 1915, που διαδραματίζεται στη Νάπολη, με τη σκηνοθεσία της Φραντσέσκα Μπερτίνι), και φυσικά στις ταινίες της Ελβίρα Νοτάρι. Η Νοτάρι, η πρώτη σκηνοθέτιδα του Ιταλικού κινηματογράφου, σκαπανέας της, τότε στα σπάργανα, ναπολιτάνικης κινηματογραφικής βιομηχανίας, συγγραφέας και παραγωγός, γύρισε δεκάδες ταινίες, που όλες τους διαδραματίζονται σε μια Νάπολη σκοτεινή και προλεταριακή, και βασίζονται στον γόνιμο διάλογο με το σύγχρονο λαϊκό θέατρο, σχεδόν πάντα με ηρωίδες τραγικές γυναικείες μορφές που ζούσαν σε στενή επαφή με τον υπόκοσμό και την αθέατη πλευρά της πόλης. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, η Άννα περνάει συμβολικά από όλες τις εποχές του λαϊκού ναπολιτάνικου μελοδράματος, από τη θεατρική «σενετζιάτα» στο φωτορομάντζο, από την κωμική όπερα στο Γόμορρα.
[Ρόυ Μεναρίνι]     

Άννα αντιμετωπίζει την καθημερινή μιζέρια μιας παρακμιακής αστικής οικογένειας: όμως στο παρελθόν της υπάρχει κάτι οδυνηρό, και στο παρόν της, πολλά πράγματα που προτιμάει να μην γνωρίζει. Κατά κάποιο τρόπο είναι μια «κατά Χριστόν σαλή» και έτσι την αναπαριστάνουν κάτι ζωγραφισμένα, μουσικά σκετσάκια που λειτουργούν ως αντιστάθμισμα στο ρεαλισμό της ταινίας. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί την οραματίστρια γυναίκα σε μια προφητική αντίληψη της πραγματικότητας, με το νερό και τον αέρα που φαίνεται να απειλούν τον κόσμο, και τελικά να τον μεταμορφώνουν σε αυτό που ήδη είναι, δηλαδή σε μια κόλαση. Η θάλασσα δεν βρέχει τη Νάπολη, την καταβροχθίζει. Όμως ακριβώς αυτή η παρηκμασμένη ηθική της αστικής τάξης απορρίπτεται από την Άννα, ενώ οι υπερβολές της ταινίας φαίνεται να δείχνουν και αυτό: ένα πείσμα φανερό ή και κρυφό ενάντια όσων ζουν λέγοντας «δεν είναι τίποτα». Ακόμα και το κιτς υπηρετεί την ιδέα της ομορφιάς και της σωτηρίας αυτής της γυναίκας: εξέρχονται από την αστική καθημερινότητα προς τα κάτω ή προς τα πάνω, προσφεύγοντας στο λαϊκό ναπολιτάνικο θέατρο αλλά και στη Θεία Κωμωδία.
[Εμιλιάνο Μορεάλε]