Πώς λέγονται οι εκλεκτοί τηγανιτοί κεφτέδες από ρύζι που από πολλούς θεωρούνται το σήμα κατατεθέν της γαστρονομίας της Σικελίας, και ιδιαίτερα του Παλέρμο; Αραντσίνι ή αραντσίνε; Πρόκειται για μια αρχαία συνταγή που έγινε γνωστή μέσα από τα βιβλία του Αντρέα Καμιλέρι (πιο συγκεκριμένα “Gli arancini di Montalbano”, που στα Ελληνικά μεταφράστηκε Τα πορτοκάλια του Μονταλμπάνο) αλλά η λογοτεχνική δόξα τους δεν έλυσε το μυστήριο.

Ο Καμιλέρι φαίνεται να προτιμάει τον τύπο «αραντσίνι», όπως είναι γνωστά σε όλη την Ιταλία, μάλλον για να μην διαφοροποιείται από την κοινή γλωσσική πραγματικότητα. ‘Όμως ο ιστορικός Γκαετάνο Μπαζίλε, με καταγωγή από το Παλέρμο, δεν έχει αμφιβολίες: η λιχουδιά αυτή, λόγω της μορφολογικής ομοιότητας, παίρνει το όνομά της από τα πορτοκάλια τα οποία, παρεμπιπτόντως, αποτελούν το πιο γνωστό αγροτικό προϊόν της αποκαλούμενης «Χρυσής Πεδιάδας». Και επειδή η Ακαντέμια ντέλα Κρούσκα απεφάνθη εδώ και καιρό ότι στα Ιταλικά ο καρπός της πορτοκαλιάς είναι θηλυκού γένους ενώ το δέντρο αρσενικού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κεφτέδες από ρύζι, στην περιοχή του Παλέρμο, είναι γνωστοί με το θηλυκό τους όνομα και ότι η αρσενική εκδοχή, που βρίσκουμε σε άλλες περιοχές της Σικελίας, οφείλεται σε παραδρομή. Από την άλλη, η Ιταλική γλώσσα, όπως όλες οι ζωντανές γλώσσες, εξελίσσεται συνεχώς και τα λεξικά δεν παραλείπουν να καταγράφουν συστηματικά τους νέους τύπους και τις νέες σημασίες των λέξεων, οπότε η υπόθεση είναι μάλλον άνευ σημασίας: οι Ιταλοί αποφάσισαν να τους λένε αραντσίνι, στο αρσενικό, και σίγουρα το έθνος δεν θα πάθει κανένα τίποτα από αυτή την απόφαση και ούτε μπορεί κάποιος «σοφολογιότατος» να αλλάξει τα πράγματα.

Άρα καλύτερα να μελετήσουμε την ιστορία και τα χαρακτηριστικά αυτής της λιχουδιάς. Κατ’ αρχάς, τα αραντσίνι ανάγονται στην εποχή που στην Σικελία κυριαρχούσαν οι Σαρακηνοί. Για τους Άραβες το ρύζι ήταν βασική τροφή. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, στο κέντρο του τραπεζιού τοποθετούσαν μια μεγάλη πιατέλα γεμάτη ρύζι με κρόκο, λαχανικά, κρέας και μπαχαρικά. Οι συμποσιαστές άπλωναν το χέρι και σερβιριζόντουσαν. Στην αρχή βέβαια από τα αραντσίνι έλειπε η ντομάτα, που έγινε γνωστή στην Ευρώπη μόνο μετά την ανακάλυψη της Αμερικής. 

Μια σημαντική εξέλιξη σημειώθηκε όταν οι κεφτέδες έγιναν «πανέ», κάτι που διευκόλυνε τη μεταφορά τους. Χάρη στην τραγανή και χρυσαφένια πανοπλία τους, τα αραντσίνι έγιναν ιδανικό κολατσιό για τους ταξιδιώτες γιατί έτσι δεν χαλάνε τόσο εύκολα. Υποστηρίζουν κάποιοι ότι η καινοτομία αυτή οφείλεται στον βασιλιά Φρειδερίκο Β’, λάτρη του ρυζιού, που ήθελε τα αραντσίνι του κάθε φορά που πήγαινε για κυνήγι. Κατά πάσα πιθανότητα όμως ο μεγαλοπρεπής βασιλιάς, στον οποίο οφείλονται πολλές εφευρέσεις σύμφωνα με τους θαυμαστές του, είχε άλλες σκοτούρες στο μυαλό του. 

Όπως και να έχει το πράγμα, η γέμιση εξελίχτηκε αργά (όπως συμβαίνει με τις γλώσσες) και όταν στον δέκατο ένατο αιώνα η ντομάτα έκανε την εμφάνισή της στα δείπνα των ευγενών, το νέο αυτό ζαρζαβατικό ενσωματώθηκε στη συνταγή. Η ντομάτα έγινε τόσο δημοφιλής ώστε εκτόπισε τον κρόκο, πολύτιμο και ακριβό υλικό, και έτσι η φήμη (και το άρωμα) των αραντσίνι διαδόθηκε σε όλη τη Σικελία με διαφορετικές εκδοχές στις διάφορες περιοχές του νησιού.

Πηγή:

www.cercaturismo.it